- επιφωνηματικός
- η , ό[ν] восклицательный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπιφωνηματικός — of the nature of an masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφωνηματικός — ή, ό (AM ἐπιφωνηματικός, ή, όν) [επιφώνημα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επιφώνημα νεοελλ. αυτός που λέγεται ως επιφώνημα ή ως επιφώνηση. επίρρ... επιφωνηματικώς και ά με τρόπο επιφωνηματικό … Dictionary of Greek
επιφωνηματικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στο επιφώνημα, που λέγεται ως επιφώνημα ή ως επιφώνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιφωνηματικά — ἐπιφωνηματικός of the nature of an neut nom/voc/acc pl ἐπιφωνηματικά̱ , ἐπιφωνηματικός of the nature of an fem nom/voc/acc dual ἐπιφωνηματικά̱ , ἐπιφωνηματικός of the nature of an fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφωνηματικώτερον — ἐπιφωνηματικός of the nature of an adverbial comp ἐπιφωνηματικός of the nature of an masc acc comp sg ἐπιφωνηματικός of the nature of an neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφωνηματικόν — ἐπιφωνηματικός of the nature of an masc acc sg ἐπιφωνηματικός of the nature of an neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφωνηματικοῖς — ἐπιφωνηματικός of the nature of an masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφωνηματική — ἐπιφωνηματικός of the nature of an fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφωνηματικήν — ἐπιφωνηματικός of the nature of an fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφωνηματικῶς — ἐπιφωνηματικός of the nature of an adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλί — (άλλη γραφή αλλοί) και αλιά σχετλιαστικό επιφώνημα που εκφέρεται ή μόνο του ή με αντωνυμία (προσωπική, δεικτική, αναφορική) σε ονομαστική, γενική ή σε εμπρόθετο προσδιορισμό 1. αλίμονο! συμφορά μου! δυστυχία! 2. (επιτατική στη φράση) «αλί και… … Dictionary of Greek